σικελίζω

σικελίζω
Α [Σικελός]
1. μιλώ ή συμπεριφέρομαι όπως οι Σικελοί, μιμούμαι τους Σικελούς στην ομιλία και στη συμπεριφορά
2. χορεύω, ορχούμαι
3. πιθ. συμπεριφέρομαι με πανουργία και δόλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σικελίζειν — Σικελίζω do like the Sicilians pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικελίζεις — Σικελίζω do like the Sicilians pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασικελίζω — (Α) φρ. «κατασικελίζω τυρόν» τρώγω το τυρί λαίμαργα σαν τους Σικελούς (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σικελίζω «φέρομαι όπως οι Σικελοί»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”